- ακάρπωτος
- -η, -ο1. αυτός (ο καρπός) που δε μέστωσε: Ακάρπωτα μπιζέλια.2. αυτός που δε δίνει καρπό: Σ' αυτό το μέρος η γη ήταν ακάρπωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακάρπωτος — η, ο (Α ἀκάρπωτος, ον) αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μεστώσει «ακάρπωτα κουκιά» ΙΙ αρχ. 1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.) 2. ανώφελος, μάταιος «νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176) 3. ο… … Dictionary of Greek
ἀκάρπωτον — ἀκάρπωτος not made fruitful masc/fem acc sg ἀκάρπωτος not made fruitful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρπώτους — ἀκάρπωτος not made fruitful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)